Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
αττέλαβος — (attelabus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών, που ζουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη μας, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Κατοικούν επάνω σε διάφορα φυτά. Το θηλυκό τυλίγει τα φύλλα τους σε μορφή τσιγάρου, για να αποθέσει… … Dictionary of Greek
αναβαθμίδωση ή αναβαθμίδες — Όρος που στη γεωμορφολογία σημαίνει διάταξη του εδάφους σε μία ή περισσότερες α. (διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα) που μοιάζουν με μεγάλα φυσικά σκαλοπάτια. Τα αίτια που προκαλούν την α. οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως με τη συνδρομή… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… … Dictionary of Greek
αλόζη — Ψάρι τελεόστεο, της οικογένειας των κλυπεϊδών, γνωστό επιστημονικά με την ονομασία α. η γνήσια. Ζει στη δυτική Μεσόγειο και στον βορειοανατολικό Ατλαντικό. To σώμα της έχει σχήμα χοντρής ατράκτου, πεπιεσμένης στα πλάγια, και μήκος 60 εκ. Το χρώμα … Dictionary of Greek
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek
Νιου Χαμσάιρ — (New Hampshire). Πολιτεία (24,032 τ. χλμ., 1.259.181 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ στο διαμέρισμα της Νέας Αγγλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα ΝΑ και συνορεύει με τον Καναδά στα Β και με τις ομόσπονδες Πολιτείες Μέιν στα Α,… … Dictionary of Greek